Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χεὶρ ἐκ χειρός

См. также в других словарях:

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

  • χειρός — χείρ b. fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται …   Dictionary of Greek

  • τρυφερόχειρ — χειρος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που έχει απαλά χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + χειρ (< χείρ, χειρός), πρβλ. μαλακό χειρ] …   Dictionary of Greek

  • χρυσόχειρ — χειρος, ὁ, ἡ, Α αυτός που φορεί χρυσά δαχτυλίδια και βραχιόλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + χειρ (< χείρ, χειρός), πρβλ. ῥοδό χειρ] …   Dictionary of Greek

  • καλλίχειρ — καλλίχειρ, χειρος, ό, ἡ (Α) αυτός που έχει ωραία χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + χειρ (< χείρ, χειρός), πρβλ. πλουσιό χειρ, ροδό χειρ] …   Dictionary of Greek

  • οξύχειρ — ὀξύχειρ, χειρος, ὁ, ἡ (Α) 1. μτφ. εριστικός, φιλόνικος («ὀξύχειρ κοὐκ ἐγκρατής», Νικόμ.) 2. φρ. «ὀξύχειρι σὺν κτύπῳ» με γρήγορο χτύπο τών χεριών κατά τον θρήνο, (Αισχύλ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + χείρ, χειρός (πρβλ. μαλακό χειρ)] …   Dictionary of Greek

  • Crucifixion — For other uses, see Crucifixion (disambiguation). Crucifixion of Jesus of Nazareth, by Marco Palmezzano (Uffizi, Florence), painting ca. 1490 …   Wikipedia

  • πλουσιόχειρ — ειρος, ὁ, ἡ, Α 1. γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος, ανοιχτοχέρης 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀμπνειόχειρ». [ΕΤΥΜΟΛ. < πλούσιος + χειρ (< χείρ, χειρός), πρβλ. μονό χειρ, ομπνιό χειρ] …   Dictionary of Greek

  • ροδόχειρ — ος, ο, η, Α ο ροδόπηχυς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + χειρ (< χειρ, χειρός), πρβλ. ανθρωπό χειρ, μαλακό χειρ] …   Dictionary of Greek

  • υπέρχειρ — ὁ, ἡ, Α μακρόχειρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + χειρ (< χείρ, χειρός), πρβλ. ἀντί χειρ, ὑπό χειρ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»